μιαρολόγος

μιαρολόγος
μιαρολόγος, -ον (Α)
αυτός που μιλά με αχρείο τρόπο, αισχρολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μιαρός + -λόγος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μιαρολογώ — μιαρολογῶ, έω (Α) [μιαρολόγος] λέω μιαρά λόγια, αισχρολογώ …   Dictionary of Greek

  • μιαρορρήμων — μιαρορρήμων, ον (Α) μιαρολόγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μιαρός + ρρήμων (< ῥῆμα), πρβλ. κομπο ρρήμων] …   Dictionary of Greek

  • μιαρός — ή, ό (ΑΜ μιαρός, και μιερός ά, ον) 1. βαμμένος, κηλιδωμένος ή μολυσμένος με αίμα 2. (γενικά) βρόμικος, λερωμένος, ακάθαρτος, ρυπαρός 3. (με ηθική σημ.) αισχρός, αχρείος 4. βέβηλος, ανίερος, ανόσιος («και οι μιαροί κατασκορπιούνται πάντα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”